- περιτρέφω
- περι - τρέφω: make thick around; pass., of milk, curdle, Il. 5.903; of ice, congeal, ‘form around,’ Od. 14.477.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
περιτρέφω — Α κάνω κάτι να πήξει ή να παγώσει ολόγυρα … Dictionary of Greek
περιτροφικός — ή, ό, Ν φρ. «περιτροφική μεμβράνη» μεμβράνη από χιτίνη που προστατεύει τα επιθηλιακά κέντρα τού μεσεντερίου τών εντόμων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. peritrophic (membrane) (< περιτρέφω)] … Dictionary of Greek